Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νότος
νουβυστικός
νουθεσίᾱ
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουθετικός
νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
View word page
νουνέχεια
νουνέχειαᾱςfνουνεχής good sensePlb.

ShortDef

good sense, discretion

Debugging

Headword:
νουνέχεια
Headword (normalized):
νουνέχεια
Headword (normalized/stripped):
νουνεχεια
IDX:
27335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27336
Key:
νουνέχεια

Data

{'headword_display': '<b>νουνέχεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νουνέχεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>νουνεχής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>good sense</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νουνέχεια'}