Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νότιος
νοτίς
νότος
νουβυστικός
νουθεσίᾱ
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουθετικός
νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
View word page
νουθετικός
νουθετικόςή όνadj of wordsof adviceX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νουθετικός
Headword (normalized):
νουθετικός
Headword (normalized/stripped):
νουθετικος
IDX:
27333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27334
Key:
νουθετικός

Data

{'headword_display': '<b>νουθετικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νουθετικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of words</Indic><Tr>of advice</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νουθετικός'}