Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοτίη
νότιος
νοτίς
νότος
νουβυστικός
νουθεσίᾱ
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουθετικός
νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
View word page
νουθετητικός
νουθετητικόςή όνadj of words, a kind of teaching or educationadvisory, admonitoryPl.

ShortDef

monitory

Debugging

Headword:
νουθετητικός
Headword (normalized):
νουθετητικός
Headword (normalized/stripped):
νουθετητικος
IDX:
27332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27333
Key:
νουθετητικός

Data

{'headword_display': '<b>νουθετητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νουθετητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of words, a kind of teaching or education</Indic><Tr>advisory, admonitory</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νουθετητικός'}