Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοτίζω
νοτίη
νότιος
νοτίς
νότος
νουβυστικός
νουθεσίᾱ
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουθετικός
νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
View word page
νουθετητέος
νουθετητέοςᾱ ονvbl.adj of a person, a godto be warnedadmonishedE.

ShortDef

to be admonished

Debugging

Headword:
νουθετητέος
Headword (normalized):
νουθετητέος
Headword (normalized/stripped):
νουθετητεος
IDX:
27331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27332
Key:
νουθετητέος

Data

{'headword_display': '<b>νουθετητέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νουθετητέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person, a god</Indic><Tr>to be warned<or/>admonished</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νουθετητέος'}