Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοτερός
νοτέω
νοτίζω
νοτίη
νότιος
νοτίς
νότος
νουβυστικός
νουθεσίᾱ
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουθετικός
νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
View word page
νουθέτημα
νουθέτημαατοςn pl.warning givenwarning, admonitionTrag. Pl. Plu.

ShortDef

admonition, warning

Debugging

Headword:
νουθέτημα
Headword (normalized):
νουθέτημα
Headword (normalized/stripped):
νουθετημα
IDX:
27329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27330
Key:
νουθέτημα

Data

{'headword_display': '<b>νουθέτημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νουθέτημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>pl.</Indic><Def>warning given</Def><Tr>warning, admonition</Tr><Au>Trag. Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νουθέτημα'}