Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμυλίᾱ
αἱμύλιος
View word page
αἱμο-βαφής
αἱμο-βαφήςέςadjβάπτω of sacrificial victimsbathed in bloodS.

ShortDef

bathed in blood

Debugging

Headword:
αἱμοβαφής
Headword (normalized):
αἱμοβαφής
Headword (normalized/stripped):
αιμοβαφης
IDX:
2732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2733
Key:
αἱμοβαφής

Data

{'headword_display': '<b>αἱμο-βαφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱμο-βαφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βάπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sacrificial victims</Indic><Tr>bathed in blood</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱμοβαφής'}