Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοσφίζω
νοσφισμός
νοσώδης
νοτερός
νοτέω
νοτίζω
νοτίη
νότιος
νοτίς
νότος
νουβυστικός
νουθεσίᾱ
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουθετικός
νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
View word page
νουβυστικός
νουβυστικόςή όνadjνόοςβύω of a personcrammed full of intelligencevery brainyAr. νουβυστικῶςadv intelligentlyAr.

ShortDef

chock-full of sense, clever

Debugging

Headword:
νουβυστικός
Headword (normalized):
νουβυστικός
Headword (normalized/stripped):
νουβυστικος
IDX:
27326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27327
Key:
νουβυστικός

Data

{'headword_display': '<b>νουβυστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νουβυστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόος</Ref><Ref>βύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>crammed full of intelligence</Def><Tr>very brainy</Tr><Au>Ar.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>νουβυστικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>intelligently</Tr><Au>Ar.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'νουβυστικός'}