Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοσηρός
νόσος
νοσοτροφίᾱ
νοσσεύω
νοσσίον
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι(ν)
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσώδης
νοτερός
νοτέω
νοτίζω
νοτίη
νότιος
νοτίς
νότος
νουβυστικός
νουθεσίᾱ
View word page
νοσφισμός
νοσφισμόςοῦm appropriation, stealingPlb.

ShortDef

absence

Debugging

Headword:
νοσφισμός
Headword (normalized):
νοσφισμός
Headword (normalized/stripped):
νοσφισμος
IDX:
27317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27318
Key:
νοσφισμός

Data

{'headword_display': '<b>νοσφισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νοσφισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>appropriation, stealing</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νοσφισμός'}