Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοσέω
νοσηλείᾱ
νοσηλεύω
νόσημα
νοσημάτιον
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφίᾱ
νοσσεύω
νοσσίον
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι(ν)
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσώδης
νοτερός
νοτέω
νοτίζω
View word page
νοσσίον
νοσσίονn seeνεόττιον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοσσίον
Headword (normalized):
νοσσίον
Headword (normalized/stripped):
νοσσιον
IDX:
27311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27312
Key:
νοσσίον

Data

{'headword_display': '<b>νοσσίον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νοσσίον</HL><PS>n</PS></HG> <XR>see<Ref>νεόττιον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νοσσίον'}