Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλείᾱ
νοσηλεύω
νόσημα
νοσημάτιον
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφίᾱ
νοσσεύω
νοσσίον
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι(ν)
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσώδης
νοτερός
View word page
νοσοτροφίᾱ
νοσοτροφίᾱᾱςfτρέφω concern for one's ill-healthvaletudinarianismPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοσοτροφίᾱ
Headword (normalized):
νοσοτροφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
νοσοτροφια
IDX:
27309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27310
Key:
νοσοτροφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>νοσοτροφίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>νοσοτροφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>concern for one's ill-health</Def><Tr>valetudinarianism</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'νοσοτροφίᾱ'}