Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
View word page
αἱματ-ῶψ
αἱματ-ῶψῶποςmasc.fem.adj of veins in the eyesbloodshotE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἱματῶψ
Headword (normalized):
αἱματῶψ
Headword (normalized/stripped):
αιματωψ
IDX:
2730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2731
Key:
αἱματῶψ

Data

{'headword_display': '<b>αἱματ-ῶψ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱματ-ῶψ</HL><Infl>ῶπος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of veins in the eyes</Indic><Tr>bloodshot</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱματῶψ'}