Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομοφύλαξ
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλείᾱ
νοσηλεύω
νόσημα
νοσημάτιον
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφίᾱ
νοσσεύω
νοσσίον
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι(ν)
νοσφίζω
νοσφισμός
View word page
νοσηρός
νοσηρόςᾱ́ όνadjνόσοςof placesunhealthyX.

ShortDef

diseased, unhealthy

Debugging

Headword:
νοσηρός
Headword (normalized):
νοσηρός
Headword (normalized/stripped):
νοσηρος
IDX:
27307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27308
Key:
νοσηρός

Data

{'headword_display': '<b>νοσηρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νοσηρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόσος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of places</Indic><Tr>unhealthy</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νοσηρός'}