Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακίᾱ
νομοφύλαξ
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλείᾱ
νοσηλεύω
νόσημα
νοσημάτιον
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφίᾱ
νοσσεύω
νοσσίον
νοστέω
νόστιμος
View word page
νοσηλεύω
νοσηλεύωvb care for during sicknessnursea personIsoc.

ShortDef

to tend a sick person

Debugging

Headword:
νοσηλεύω
Headword (normalized):
νοσηλεύω
Headword (normalized/stripped):
νοσηλευω
IDX:
27303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27304
Key:
νοσηλεύω

Data

{'headword_display': '<b>νοσηλεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νοσηλεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>care for during sickness</Def><Tr>nurse</Tr><Obj>a person<Au>Isoc.</Au> </Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'νοσηλεύω'}