Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακίᾱ
νομοφύλαξ
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλείᾱ
νοσηλεύω
νόσημα
νοσημάτιον
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφίᾱ
View word page
νοσακερός
νοσακερόςᾱ́ όνadjνόσοςliable to illnesssicklyArist.

ShortDef

liable to sickness, sickly

Debugging

Headword:
νοσακερός
Headword (normalized):
νοσακερός
Headword (normalized/stripped):
νοσακερος
IDX:
27299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27300
Key:
νοσακερός

Data

{'headword_display': '<b>νοσακερός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νοσακερός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόσος</Ref></Ety></HG><aS1><Def>liable to illness</Def><Tr>sickly</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νοσακερός'}