Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
View word page
αἱματ-ωπός
αἱματ-ωπόςόνadjὤψ of Erinyeswith bloodybloodshot eyesE.of blindingbloodyE.

ShortDef

bloody to behold

Debugging

Headword:
αἱματωπός
Headword (normalized):
αἱματωπός
Headword (normalized/stripped):
αιματωπος
IDX:
2729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2730
Key:
αἱματωπός

Data

{'headword_display': '<b>αἱματ-ωπός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱματ-ωπός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>with bloody<or/>bloodshot eyes</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of blinding</Indic><Tr>bloody</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'αἱματωπός'}