Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακίᾱ
νομοφύλαξ
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλείᾱ
νοσηλεύω
νόσημα
νοσημάτιον
νοσηματώδης
View word page
νομοφυλακίᾱ
νομοφυλακίᾱᾱςf safeguarding of the lawsPl. office of law-guardianArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νομοφυλακίᾱ
Headword (normalized):
νομοφυλακίᾱ
Headword (normalized/stripped):
νομοφυλακια
IDX:
27296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27297
Key:
νομοφυλακίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>νομοφυλακίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νομοφυλακίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>safeguarding of the laws</Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <nS1><Tr>office of law-guardian</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νομοφυλακίᾱ'}