Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακίᾱ
νομοφύλαξ
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλείᾱ
View word page
νομοθετικός
νομοθετικόςή όνadjνομοθέτηςof actionsworthy of a lawgiverPl. Arist. of personsskilled in legislationArist.fem.sb.art of legislationPl. Arist.

ShortDef

relating to legislation, legislative

Debugging

Headword:
νομοθετικός
Headword (normalized):
νομοθετικός
Headword (normalized/stripped):
νομοθετικος
IDX:
27292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27293
Key:
νομοθετικός

Data

{'headword_display': '<b>νομοθετικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νομοθετικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νομοθέτης</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of actions</Indic><Tr>worthy of a lawgiver</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>skilled in legislation</Tr><Au>Arist.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of legislation</Def><Au>Pl. Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'νομοθετικός'}