Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακίᾱ
νομοφύλαξ
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
View word page
νομοθετητέος
νομοθετητέοςᾱ ονvbl.adjνομοθετέωof festivalsto be established by lawPl.

ShortDef

to be settled by law

Debugging

Headword:
νομοθετητέος
Headword (normalized):
νομοθετητέος
Headword (normalized/stripped):
νομοθετητεος
IDX:
27291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27292
Key:
νομοθετητέος

Data

{'headword_display': '<b>νομοθετητέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νομοθετητέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>νομοθετέω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of festivals</Indic><Tr>to be established by law</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νομοθετητέος'}