Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακίᾱ
νομοφύλαξ
νόος
νοσακερός
View word page
νομοθέτημα
νομοθέτημαατοςn that which is prescribed by lawlaw, ordinancePl. Arist. Plb.

ShortDef

a law, ordinance

Debugging

Headword:
νομοθέτημα
Headword (normalized):
νομοθέτημα
Headword (normalized/stripped):
νομοθετημα
IDX:
27289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27290
Key:
νομοθέτημα

Data

{'headword_display': '<b>νομοθέτημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νομοθέτημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>that which is prescribed by law</Def><Tr>law, ordinance</Tr><Au>Pl. Arist. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νομοθέτημα'}