Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακίᾱ
View word page
νομο-διδάσκαλος
νομο-διδάσκαλοςουm teacher of the lawof MosesNT.

ShortDef

a teacher of the law

Debugging

Headword:
νομοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
νομοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
νομοδιδασκαλος
IDX:
27286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27287
Key:
νομοδιδάσκαλος

Data

{'headword_display': '<b>νομο-διδάσκαλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νομο-διδάσκαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>teacher of the law<Expl>of Moses</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νομοδιδάσκαλος'}