Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
View word page
νομο-διδάκτης
νομο-διδάκτηςουmδιδάσκω tutor in lawPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νομοδιδάκτης
Headword (normalized):
νομοδιδάκτης
Headword (normalized/stripped):
νομοδιδακτης
IDX:
27285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27286
Key:
νομοδιδάκτης

Data

{'headword_display': '<b>νομο-διδάκτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νομο-διδάκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>διδάσκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tutor in law</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νομοδιδάκτης'}