Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομός
View word page
νομο-γράφος
νομο-γράφοςουmνόμοςγράφω one who drafts lawslegal draughtsmanPl. Plb.

ShortDef

one who draws up laws

Debugging

Headword:
νομογράφος
Headword (normalized):
νομογράφος
Headword (normalized/stripped):
νομογραφος
IDX:
27283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27284
Key:
νομογράφος

Data

{'headword_display': '<b>νομο-γράφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νομο-γράφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>νόμος</Ref><Ref>γράφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who drafts laws</Def><Tr>legal draughtsman</Tr><Au>Pl. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νομογράφος'}