Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
View word page
νομιστεύομαι
νομιστεύομαιpass.vb fig., of the practice of briberybe common currency w.prep.phr.among a peoplePlb.

ShortDef

to be current

Debugging

Headword:
νομιστεύομαι
Headword (normalized):
νομιστεύομαι
Headword (normalized/stripped):
νομιστευομαι
IDX:
27282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27283
Key:
νομιστεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>νομιστεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νομιστεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of the practice of bribery</Indic><Tr>be common currency</Tr> <Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>among a people<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'νομιστεύομαι'}