Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομευτικός
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
View word page
νομιστέος
νομιστέοςᾱ ονvbl.adjνομίζωof argumentsto be believedPl.

ShortDef

to be accounted

Debugging

Headword:
νομιστέος
Headword (normalized):
νομιστέος
Headword (normalized/stripped):
νομιστεος
IDX:
27281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27282
Key:
νομιστέος

Data

{'headword_display': '<b>νομιστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νομιστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>νομίζω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of arguments</Indic><Tr>to be believed</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νομιστέος'}