Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
View word page
νομισματο-πωλικός
νομισματο-πωλικόςή όνadjπωλέω pejor., of a skillapp.comparable in kind to money-sellingi.e. money-changingPl.

ShortDef

of or for a money-changerʼs trade

Debugging

Headword:
νομισματοπωλικός
Headword (normalized):
νομισματοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
νομισματοπωλικος
IDX:
27280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27281
Key:
νομισματοπωλικός

Data

{'headword_display': '<b>νομισματο-πωλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νομισματο-πωλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>pejor., of a skill</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>comparable in kind to money-selling<Expl>i.e. money-changing</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νομισματοπωλικός'}