Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νομάς
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσίᾱ
νομοθετέω
View word page
νόμισις
νόμισιςεωςfνομίζω customary beliefabout the godsTh.

ShortDef

usage, prescription, custom

Debugging

Headword:
νόμισις
Headword (normalized):
νόμισις
Headword (normalized/stripped):
νομισις
IDX:
27278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27279
Key:
νόμισις

Data

{'headword_display': '<b>νόμισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νόμισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>νομίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>customary belief<Expl>about the gods</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νόμισις'}