Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοθᾱγενής
νοθείᾱ
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπωλικός
νομιστέος
View word page
νομευτικός
νομευτικόςή όνadj of the art or scienceof herdingPl.

ShortDef

pastoral

Debugging

Headword:
νομευτικός
Headword (normalized):
νομευτικός
Headword (normalized/stripped):
νομευτικος
IDX:
27271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27272
Key:
νομευτικός

Data

{'headword_display': '<b>νομευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νομευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the art or science</Indic><Tr>of herding</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νομευτικός'}