Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοητικός
νοητός
νοθᾱγενής
νοθείᾱ
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
View word page
νόμευμα
νόμευμαατοςnνομεύω flockof sheepA.

ShortDef

that which is put to graze

Debugging

Headword:
νόμευμα
Headword (normalized):
νόμευμα
Headword (normalized/stripped):
νομευμα
IDX:
27269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27270
Key:
νόμευμα

Data

{'headword_display': '<b>νόμευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νόμευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>νομεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>flock<Expl>of sheep</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νόμευμα'}