Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθᾱγενής
νοθείᾱ
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
View word page
νομ-άρχης
νομ-άρχηςουmνομόςἄρχω governor of a provincedistrictesp. in EgyptHdt.

ShortDef

the chief of an Egyptian province

Debugging

Headword:
νομάρχης
Headword (normalized):
νομάρχης
Headword (normalized/stripped):
νομαρχης
IDX:
27267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27268
Key:
νομάρχης

Data

{'headword_display': '<b>νομ-άρχης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νομ-άρχης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>νομός</Ref><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>governor of a province<or/>district<Expl>esp. in Egypt</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νομάρχης'}