Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθᾱγενής
νοθείᾱ
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
View word page
νομαδικός
νομαδικόςadjsee underνομάς

ShortDef

of/for a herdsman’s life, pastoral; (pr.) Numidian

Debugging

Headword:
νομαδικός
Headword (normalized):
νομαδικός
Headword (normalized/stripped):
νομαδικος
IDX:
27265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27266
Key:
νομαδικός

Data

{'headword_display': '<b>νομαδικός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νομαδικός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>νομάς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νομαδικός'}