Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθᾱγενής
νοθείᾱ
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομίζω
View word page
νοίδιον
νοίδιονουndimin.νόος little ideaAr.

ShortDef

mini-mind, mini-thought

Debugging

Headword:
νοίδιον
Headword (normalized):
νοίδιον
Headword (normalized/stripped):
νοιδιον
IDX:
27264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27265
Key:
νοίδιον

Data

{'headword_display': '<b>νοίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νοίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>νόος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little idea</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νοίδιον'}