Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νίψα
νίψις
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθᾱγενής
νοθείᾱ
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
View word page
νοθείᾱ
νοθείᾱᾱςf illegitimate birthof a personPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοθείᾱ
Headword (normalized):
νοθείᾱ
Headword (normalized/stripped):
νοθεια
IDX:
27262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27263
Key:
νοθείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>νοθείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νοθείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>illegitimate birth<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νοθείᾱ'}