Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νιφόεις
νιφοστιβής
νῑ́φω
νίψα
νίψις
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθᾱγενής
νοθείᾱ
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νόμευμα
View word page
νοητικός
νοητικόςή όνadj of parts of the soulintellectualArist.neut.sb.power of thinkingArist.

ShortDef

intelligent

Debugging

Headword:
νοητικός
Headword (normalized):
νοητικός
Headword (normalized/stripped):
νοητικος
IDX:
27259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27260
Key:
νοητικός

Data

{'headword_display': '<b>νοητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νοητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of parts of the soul</Indic><Tr>intellectual</Tr><Au>Arist.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>power of thinking</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'νοητικός'}