Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμορραγής
View word page
αἱματό-ρρυτος
αἱματό-ρρυτοςονadjῥυτός of dropsof flowing bloodE.dub.

ShortDef

blood-streaming

Debugging

Headword:
αἱματόρρυτος
Headword (normalized):
αἱματόρρυτος
Headword (normalized/stripped):
αιματορρυτος
IDX:
2724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2725
Key:
αἱματόρρυτος

Data

{'headword_display': '<b>αἱματό-ρρυτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱματό-ρρυτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥυτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of drops</Indic><Tr>of flowing blood</Tr><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱματόρρυτος'}