Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νῑ́κη
νῑ́κημα
νῑκητήριος
νῑκητικός
νῑκηφορέω
νῑκηφόρος
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρα
νίπτω
νῑ́σομαι
νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νῑ́φω
View word page
νίπτω
νίπτωvbseeνίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νίπτω
Headword (normalized):
νίπτω
Headword (normalized/stripped):
νιπτω
IDX:
27241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27242
Key:
νίπτω

Data

{'headword_display': '<b>νίπτω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νίπτω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>νίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νίπτω'}