Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱμασιᾱ́
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
View word page
αἱματο-ρρόφος
αἱματο-ρρόφοςονadjῥοφέω of a lionblood-guzzlingA.

ShortDef

blood-drinking

Debugging

Headword:
αἱματορρόφος
Headword (normalized):
αἱματορρόφος
Headword (normalized/stripped):
αιματορροφος
IDX:
2723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2724
Key:
αἱματορρόφος

Data

{'headword_display': '<b>αἱματο-ρρόφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱματο-ρρόφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥοφέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lion</Indic><Tr>blood-guzzling</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱματορρόφος'}