Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱμάς
αἱμασιᾱ́
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
View word page
αἱματο-πώτης
αἱματο-πώτηςουmasc.adjπῶμα2 of a serpentblood-drinkingAr.

ShortDef

a blood-drinker

Debugging

Headword:
αἱματοπώτης
Headword (normalized):
αἱματοπώτης
Headword (normalized/stripped):
αιματοπωτης
IDX:
2722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2723
Key:
αἱματοπώτης

Data

{'headword_display': '<b>αἱματο-πώτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱματο-πώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>πῶμα<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a serpent</Indic><Tr>blood-drinking</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱματοπώτης'}