Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱμακτός
αἱμάς
αἱμασιᾱ́
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
View word page
αἱματο-λοιχός
αἱματο-λοιχόςόνadjλείχω of a cravingfor licking bloodA.

ShortDef

licking blood

Debugging

Headword:
αἱματολοιχός
Headword (normalized):
αἱματολοιχός
Headword (normalized/stripped):
αιματολοιχος
IDX:
2721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2722
Key:
αἱματολοιχός

Data

{'headword_display': '<b>αἱματο-λοιχός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱματο-λοιχός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λείχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a craving</Indic><Tr>for licking blood</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱματολοιχός'}