Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νηστεύω
νηστική
νῆστις
νησύδριον
νήτη
νητός
νῆττα
νηττάριον
νηῦς
νηυσιπέρητος
νήυτμος
νηφάλιος
νηφαντικός
νήφω
νήφων
νήχυτος
νήχω
νῆψις
νηῶν
νίγλαρος
νίζω
View word page
νήυτμος
νήυτμοςονadjprivatv.prfx., ἀυτμή breathlessHes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νήυτμος
Headword (normalized):
νήυτμος
Headword (normalized/stripped):
νηυτμος
IDX:
27214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27215
Key:
νήυτμος

Data

{'headword_display': '<b>νήυτμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νήυτμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>ἀυτμή</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>breathless</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νήυτμος'}