Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νῆσος
νῆσσα
νηστείᾱ
νηστεύω
νηστική
νῆστις
νησύδριον
νήτη
νητός
νῆττα
νηττάριον
νηῦς
νηυσιπέρητος
νήυτμος
νηφάλιος
νηφαντικός
νήφω
νήφων
νήχυτος
νήχω
νῆψις
View word page
νηττάριον
νηττάριονουAtt.ndimin.νῆττα little duck, duckieas a term of endearment to a loverAr.

ShortDef

a little duck

Debugging

Headword:
νηττάριον
Headword (normalized):
νηττάριον
Headword (normalized/stripped):
νητταριον
IDX:
27211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27212
Key:
νηττάριον

Data

{'headword_display': '<b>νηττάριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νηττάριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>Att.n</PS><Ety>dimin.<Ref>νῆττα</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little duck, duckie<Expl>as a term of endearment to a lover</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νηττάριον'}