Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νησιώτης
νησιωτικός
νῆσος
νῆσσα
νηστείᾱ
νηστεύω
νηστική
νῆστις
νησύδριον
νήτη
νητός
νῆττα
νηττάριον
νηῦς
νηυσιπέρητος
νήυτμος
νηφάλιος
νηφαντικός
νήφω
νήφων
νήχυτος
View word page
νητός
νητόςή όνadjνέω3of treasureheaped upOd.

ShortDef

heaped, piled up

Debugging

Headword:
νητός
Headword (normalized):
νητός
Headword (normalized/stripped):
νητος
IDX:
27209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27210
Key:
νητός

Data

{'headword_display': '<b>νητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νέω<Hm>3</Hm></Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of treasure</Indic><Tr>heaped up</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νητός'}