Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἷμα
αἱμακουρίᾱ
αἱμακτός
αἱμάς
αἱμασιᾱ́
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
View word page
αἱματίζω
αἱματίζωvb stain with bloodthe soil of a landA.

ShortDef

stain with blood

Debugging

Headword:
αἱματίζω
Headword (normalized):
αἱματίζω
Headword (normalized/stripped):
αιματιζω
IDX:
2719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2720
Key:
αἱματίζω

Data

{'headword_display': '<b>αἱματίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>αἱματίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>stain with blood</Tr><Obj>the soil of a land<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'αἱματίζω'}