Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νήποινος
νήπτης
νηπυτίη
νηπύτιος
Νηρεύς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησῑ́ς
νῆσις
νησιώτης
νησιωτικός
νῆσος
νῆσσα
νηστείᾱ
νηστεύω
νηστική
νῆστις
View word page
νησίον
νησίονουndimin.νῆσος small islandNT.

ShortDef

an islet

Debugging

Headword:
νησίον
Headword (normalized):
νησίον
Headword (normalized/stripped):
νησιον
IDX:
27196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27197
Key:
νησίον

Data

{'headword_display': '<b>νησίον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νησίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>νῆσος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>small island</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νησίον'}