Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νήπλεκτος
νήπλυτος
νήποινος
νήπτης
νηπυτίη
νηπύτιος
Νηρεύς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησῑ́ς
νῆσις
νησιώτης
νησιωτικός
νῆσος
νῆσσα
νηστείᾱ
νηστεύω
View word page
νησίδιον
νησίδιονουndimin.νῆσος small island, isletTh.

ShortDef

an islet

Debugging

Headword:
νησίδιον
Headword (normalized):
νησίδιον
Headword (normalized/stripped):
νησιδιον
IDX:
27194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27195
Key:
νησίδιον

Data

{'headword_display': '<b>νησίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νησίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>νῆσος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>small island, islet</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νησίδιον'}