Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νηπενθής
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νηπιέη
νήπιος
νηπιότης
νήπλεκτος
νήπλυτος
νήποινος
νήπτης
νηπυτίη
νηπύτιος
Νηρεύς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησῑ́ς
View word page
νήπτης
νήπτηςουmνήφω man of sober behaviourlevel-headed manPlb.

ShortDef

sober, discreet

Debugging

Headword:
νήπτης
Headword (normalized):
νήπτης
Headword (normalized/stripped):
νηπτης
IDX:
27187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27188
Key:
νήπτης

Data

{'headword_display': '<b>νήπτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νήπτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>νήφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>man of sober behaviour</Def><Tr>level-headed man</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νήπτης'}