Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νηνεμίᾱ
νήνεμος
νῆνις
νηοπόλος
νηός
νηός
νηοσσόος
νηπενθής
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νηπιέη
νήπιος
νηπιότης
νήπλεκτος
νήπλυτος
νήποινος
νήπτης
νηπυτίη
νηπύτιος
Νηρεύς
View word page
νηπιάχω
νηπιάχωvb of a person, nestlings be youngAR. Mosch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηπιάχω
Headword (normalized):
νηπιάχω
Headword (normalized/stripped):
νηπιαχω
IDX:
27180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27181
Key:
νηπιάχω

Data

{'headword_display': '<b>νηπιάχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νηπιάχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person, nestlings</Indic> <Tr>be young</Tr><Au>AR. Mosch.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'νηπιάχω'}