Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νῆμα
νημερτής
νηνεμίᾱ
νήνεμος
νῆνις
νηοπόλος
νηός
νηός
νηοσσόος
νηπενθής
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νηπιέη
νήπιος
νηπιότης
νήπλεκτος
νήπλυτος
νήποινος
νήπτης
νηπυτίη
View word page
νηπιαχεύω
νηπιαχεύωvbνηπίαχος of a boyengage in childish amusements playIl.

ShortDef

to be childish, play like a child

Debugging

Headword:
νηπιαχεύω
Headword (normalized):
νηπιαχεύω
Headword (normalized/stripped):
νηπιαχευω
IDX:
27178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27179
Key:
νηπιαχεύω

Data

{'headword_display': '<b>νηπιαχεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νηπιαχεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>νηπίαχος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a boy</Indic><Def>engage in childish amusements</Def> <Tr>play</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'νηπιαχεύω'}