Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νήλιπος
νῆμα
νημερτής
νηνεμίᾱ
νήνεμος
νῆνις
νηοπόλος
νηός
νηός
νηοσσόος
νηπενθής
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νηπιέη
νήπιος
νηπιότης
νήπλεκτος
νήπλυτος
νήποινος
νήπτης
View word page
νη-πενθής
νη-πενθήςέςadjprivatv.prfx., πένθος of a drugbanishing sorrowOd.

ShortDef

banishing pain

Debugging

Headword:
νηπενθής
Headword (normalized):
νηπενθής
Headword (normalized/stripped):
νηπενθης
IDX:
27177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27178
Key:
νηπενθής

Data

{'headword_display': '<b>νη-πενθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νη-πενθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>πένθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a drug</Indic><Tr>banishing sorrow</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νηπενθής'}