Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νηλεόποινος
Νηλεύς
Νηλεύς
νηλής
νήλιπος
νῆμα
νημερτής
νηνεμίᾱ
νήνεμος
νῆνις
νηοπόλος
νηός
νηός
νηοσσόος
νηπενθής
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νηπιέη
νήπιος
νηπιότης
View word page
νηοπόλος
νηοπόλοςIon.mseeνᾱοπόλος

ShortDef

busying oneself in a temple: a temple-keeper

Debugging

Headword:
νηοπόλος
Headword (normalized):
νηοπόλος
Headword (normalized/stripped):
νηοπολος
IDX:
27173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27174
Key:
νηοπόλος

Data

{'headword_display': '<b>νηοπόλος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νηοπόλος</HL><PS>Ion.m</PS></HG><XR>see<Ref>νᾱοπόλος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νηοπόλος'}