Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓ῑκή
αἰκής
αἴλινον
αἷμα
αἱμακουρίᾱ
αἱμακτός
αἱμάς
αἱμασιᾱ́
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
View word page
αἱματάω
αἱματάωcontr.vbLacon.3sg.
αἱματῇ
of a warriorbe bloodthirstyAlcm.

ShortDef

to be bloodthirsty

Debugging

Headword:
αἱματάω
Headword (normalized):
αἱματάω
Headword (normalized/stripped):
αιματαω
IDX:
2716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2717
Key:
αἱματάω

Data

{'headword_display': '<b>αἱματάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>αἱματάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>Lacon.3sg.</Lbl><Form>αἱματῇ</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a warrior</Indic><Tr>be bloodthirsty</Tr><Au>Alcm.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'αἱματάω'}